- λιποτροπίνη
- ησυν. στον πληθ. οι λιποτροπίνες(βιοχ.) ονομασία τριών πεπτιδικών ορμονών τής υπόφυσης που επιταχύνουν την απελευθέρωση λιπαρών οξέων από τον λιπώδη ιστό, αλλ. αδιποκινητικές ορμόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipotropine < lip(o)- (< λίπος) + -tropine (< τρέπω)].
Dictionary of Greek. 2013.